ανεμώκης — ἀνεμώκης, ες (Α) ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + ώκης < *ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)] … Dictionary of Greek
ἀνεμώκεος — ἀνεμώκης swift as the wind masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμώκεσι — ἀνεμώκης swift as the wind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμώκεις — ἀ̱νεμώκεις , ἀνεμόω plup ind act 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀνεμώκης swift as the wind masc/fem acc pl ἀνεμώκης swift as the wind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ἀνεμώκεας — ἀ̱νεμώκεας , ἀνεμόω plup ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀνεμώκης swift as the wind masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)